3,241,272
edits
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ) :<br />auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[συμπράσσω]]. | |btext=ορος (ὁ) :<br />auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[συμπράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)]. | |mltxt=και ιων. τ. [[συμπρήκτωρ]], -ορος, ὁ, θηλ. [[συμπράκτρια]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε [[κάτι]], [[βοηθός]], [[συνεργός]] (α. «[[συμπράκτωρ]] ἔργου», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἡγεμόνας δοῡναι καὶ συμπράκτορας [[γενέσθαι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπράκτωρ]] τῆς ὁδοῡ» — [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[συμπράκτωρ]] τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο [[κατηγορητήριο]] ως [[συναίτιος]], ως [[συνεργός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπράττω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>διδάκ</i>-<i>τωρ</i>)]. | ||
}} | }} |