Anonymous

συμπατριώτης: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compatriote <i>en parl. d’étrangers ou d’esclaves</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πατριώτης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />compatriote <i>en parl. d’étrangers ou d’esclaves</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πατριώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν<br />αυτός που [[είναι]] από την [[ίδια]] [[πατρίδα]], [[ομοεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμπολίτης]], [[συντοπίτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν<br />αυτός που [[είναι]] από την [[ίδια]] [[πατρίδα]], [[ομοεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμπολίτης]], [[συντοπίτης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν<br />αυτός που [[είναι]] από την [[ίδια]] [[πατρίδα]], [[ομοεθνής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συμπολίτης]], [[συντοπίτης]].
}}
}}