Anonymous

συναπόδημος: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόδημος]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon de voyage en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπόδημος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
|mltxt=ὁ, Α [[ἀπόδημος]]<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]] αυτοκράτορα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ [[συναπόδημοι]]<br />αυτοί που αποδημούν [[μαζί]], οι από κοινού απόδημοι.
}}
}}