Anonymous

σύναρχος: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br />qui participe au pouvoir ; ὁ [[σύναρχος]] collègue.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἄρχω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και ως επίθ. [[σύναρχος]] -ον, Α<br />αυτός που συνάρχει με άλλον, ο από κοινού [[άρχοντας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
}}