Anonymous

συναρπάζω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist συνήρπασα; pluperfect συνηρπάκειν; 1st aorist [[passive]] συνηρπασθην; to [[seize]] by [[force]]: τινα, to [[catch]] or [[lay]] [[hold]] of ([[one]], so [[that]] he is no [[longer]] his [[own]] [[master]]), to [[seize]] by [[force]] and [[carry]] [[away]], [[Aristophanes]], [[Xenophon]], others.)  
|txtha=1st aorist συνήρπασα; pluperfect συνηρπάκειν; 1st aorist [[passive]] συνηρπασθην; to [[seize]] by [[force]]: τινα, to [[catch]] or [[lay]] [[hold]] of ([[one]], so [[that]] he is no [[longer]] his [[own]] [[master]]), to [[seize]] by [[force]] and [[carry]] [[away]], [[Aristophanes]], [[Xenophon]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἁρπάζω]]<br /><b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονη [[συγκίνηση]] ή [[γοητεία]] σε κάποιον, τον [[καταγοητεύω]] (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την [[ευγλωττία]] του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συναρπάζομαι</i><br />α) καταγοητεύομαι<br />β) [[συμπεριφέρομαι]] παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει [[κάποιος]] [[άλλος]] και τελικά [[συμφωνώ]] με αυτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] βίαια και [[παίρνω]] [[μαζί]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῑκας καὶ τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[συγκρατώ]] («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν [[γόνον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[καταπλήσσω]], [[φοβίζω]] κάποιον με βίαιη [[επίθεση]]<br /><b>4.</b> [[αρπάζω]] και [[αφανίζω]] [[κάτι]], το [[καταστρέφω]] εντελώς<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συναρπάζομαι</i><br />α) (για [[παλαιστή]]) [[περισφίγγω]] τον αντίπαλο με τους βραχίονες<br />β) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατο<br />γ) <b>γραμμ.</b> (σχετικά με το [[φαινόμενο]] της συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξιν<br />δ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρασύρω]] κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το [[μέρος]] μου, τον [[καταπείθω]]<br />β) ενώνομαι με μυστική [[έξαρση]] με το [[θείο]]<br />γ) (για δαίμονα) [[κατέχω]], [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρπάζω]] χεῑρας» — [[αρπάζω]] κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του [[πίσω]] (<b>Ευρ.</b>, Λυσ.)<br />β) «[[συναρπάζω]] φρενί» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] [[αμέσως]] και με [[οξύτητα]], το [[αρπάζω]] [[αμέσως]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «[[συναρπάζω]] τὸ ζητούμενον»<br /><b>(λογ.)</b> [[θεωρώ]] ως αποδεδειγμένο το [[ζητούμενο]], [[διαπράττω]] το [[σφάλμα]] του φαύλου κύκλου (<b>Λουκιαν.</b>, Σέξτ. Εμπ)<br /><b>8.</b> το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ συνηρπασμένοι</i><br />αυτοί που υπέστησαν [[κλοπή]], [[ληστεία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἁρπάζω]]<br /><b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονη [[συγκίνηση]] ή [[γοητεία]] σε κάποιον, τον [[καταγοητεύω]] (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την [[ευγλωττία]] του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συναρπάζομαι</i><br />α) καταγοητεύομαι<br />β) [[συμπεριφέρομαι]] παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει [[κάποιος]] [[άλλος]] και τελικά [[συμφωνώ]] με αυτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] βίαια και [[παίρνω]] [[μαζί]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῑκας καὶ τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[συγκρατώ]] («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν [[γόνον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[καταπλήσσω]], [[φοβίζω]] κάποιον με βίαιη [[επίθεση]]<br /><b>4.</b> [[αρπάζω]] και [[αφανίζω]] [[κάτι]], το [[καταστρέφω]] εντελώς<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συναρπάζομαι</i><br />α) (για [[παλαιστή]]) [[περισφίγγω]] τον αντίπαλο με τους βραχίονες<br />β) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατο<br />γ) <b>γραμμ.</b> (σχετικά με το [[φαινόμενο]] της συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξιν<br />δ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρασύρω]] κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το [[μέρος]] μου, τον [[καταπείθω]]<br />β) ενώνομαι με μυστική [[έξαρση]] με το [[θείο]]<br />γ) (για δαίμονα) [[κατέχω]], [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρπάζω]] χεῑρας» — [[αρπάζω]] κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του [[πίσω]] (<b>Ευρ.</b>, Λυσ.)<br />β) «[[συναρπάζω]] φρενί» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] [[αμέσως]] και με [[οξύτητα]], το [[αρπάζω]] [[αμέσως]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «[[συναρπάζω]] τὸ ζητούμενον»<br /><b>(λογ.)</b> [[θεωρώ]] ως αποδεδειγμένο το [[ζητούμενο]], [[διαπράττω]] το [[σφάλμα]] του φαύλου κύκλου (<b>Λουκιαν.</b>, Σέξτ. Εμπ)<br /><b>8.</b> το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ συνηρπασμένοι</i><br />αυτοί που υπέστησαν [[κλοπή]], [[ληστεία]].
|mltxt=ΝΜΑ [[ἁρπάζω]]<br /><b>μτφ.</b> [[προκαλώ]] έντονη [[συγκίνηση]] ή [[γοητεία]] σε κάποιον, τον [[καταγοητεύω]] (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την [[ευγλωττία]] του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συναρπάζομαι</i><br />α) καταγοητεύομαι<br />β) [[συμπεριφέρομαι]] παράλογα από τον θυμό μου, εξοργίζομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> παρασύρομαι από τις απόψεις που διατυπώνει [[κάποιος]] [[άλλος]] και τελικά [[συμφωνώ]] με αυτές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]] βίαια και [[παίρνω]] [[μαζί]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ κρατῶν... συνήρπασε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῑκας καὶ τὰ χρήματα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[συγκρατώ]] («οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν [[γόνον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[καταπλήσσω]], [[φοβίζω]] κάποιον με βίαιη [[επίθεση]]<br /><b>4.</b> [[αρπάζω]] και [[αφανίζω]] [[κάτι]], το [[καταστρέφω]] εντελώς<br /><b>5.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συναρπάζομαι</i><br />α) (για [[παλαιστή]]) [[περισφίγγω]] τον αντίπαλο με τους βραχίονες<br />β) αρπάζομαι και απομακρύνομαι από τον θάνατο<br />γ) <b>γραμμ.</b> (σχετικά με το [[φαινόμενο]] της συντακτικής έλξης) σχηματίζομαι καθ' έλξιν<br />δ) βιάζομαι να διατυπώσω τις κρίσεις ή τη [[γνώμη]] μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρασύρω]] κάποιον με πειστικά επιχειρήματα ώστε να έλθει με το [[μέρος]] μου, τον [[καταπείθω]]<br />β) ενώνομαι με μυστική [[έξαρση]] με το [[θείο]]<br />γ) (για δαίμονα) [[κατέχω]], [[κρατώ]] υπό την [[εξουσία]] μου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναρπάζω]] χεῑρας» — [[αρπάζω]] κάποιον πιάνοντας και δένοντας τα χέρια του [[πίσω]] (<b>Ευρ.</b>, Λυσ.)<br />β) «[[συναρπάζω]] φρενί» — [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] [[αμέσως]] και με [[οξύτητα]], το [[αρπάζω]] [[αμέσως]] (<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «[[συναρπάζω]] τὸ ζητούμενον»<br /><b>(λογ.)</b> [[θεωρώ]] ως αποδεδειγμένο το [[ζητούμενο]], [[διαπράττω]] το [[σφάλμα]] του φαύλου κύκλου (<b>Λουκιαν.</b>, Σέξτ. Εμπ)<br /><b>8.</b> το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ συνηρπασμένοι</i><br />αυτοί που υπέστησαν [[κλοπή]], [[ληστεία]].
}}
}}