Anonymous

συνεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> siéger ensemble dans une assemblée délibérante;<br /><b>2</b> tenir séance, délibérer : [[ὑπέρ]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
|btext=<b>1</b> siéger ensemble dans une assemblée délibérante;<br /><b>2</b> tenir séance, délibérer : [[ὑπέρ]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύνεδρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σύνεδρος]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συνεδριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συνδιασκέπτομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[περικλείω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>ιατρ.</b> (για [[σύμπτωμα]]) [[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι [[ὄγκος]]», Αέτ.)<br />β) (γενικά) [[συναποτελώ]], [[συνυπάρχω]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρευόμενα</i><br />α) οι αποφάσεις συνεδρίου<br />β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου<br /><b>5.</b> (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρεύοντα</i><br />α) <b>γραμμ.</b> τα συμφραζόμενα<br />β) (ως [[τίτλος]] έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεδρεύω]] τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή [[μετέχω]] σε [[συζήτηση]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σύνεδρος]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συνεδριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συνδιασκέπτομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[περικλείω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>ιατρ.</b> (για [[σύμπτωμα]]) [[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι [[ὄγκος]]», Αέτ.)<br />β) (γενικά) [[συναποτελώ]], [[συνυπάρχω]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρευόμενα</i><br />α) οι αποφάσεις συνεδρίου<br />β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου<br /><b>5.</b> (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρεύοντα</i><br />α) <b>γραμμ.</b> τα συμφραζόμενα<br />β) (ως [[τίτλος]] έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεδρεύω]] τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή [[μετέχω]] σε [[συζήτηση]] (<b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[σύνεδρος]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[συνεδρίαση]], [[συνεδριάζω]]<br /><b>2.</b> [[συνδιασκέπτομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]], [[ενεδρεύω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) [[περικλείω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>ιατρ.</b> (για [[σύμπτωμα]]) [[συνυπάρχω]], [[συνοδεύω]] («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι [[ὄγκος]]», Αέτ.)<br />β) (γενικά) [[συναποτελώ]], [[συνυπάρχω]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρευόμενα</i><br />α) οι αποφάσεις συνεδρίου<br />β) (ειδικά) τα ψηφίσματα της συγκλήτου<br /><b>5.</b> (το ουδ. της ενεργ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδρεύοντα</i><br />α) <b>γραμμ.</b> τα συμφραζόμενα<br />β) (ως [[τίτλος]] έργου του γιατρού Πραξαγόρου) τα συγχρόνως εμφανιζόμενα συμπτώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεδρεύω]] τῷ λόγῳ» — παρίσταμαι ή [[μετέχω]] σε [[συζήτηση]] (<b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}