Anonymous

συνεγγισμός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de se rapprocher tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de se rapprocher tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνεγγίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συνεγγίζω]].
}}
}}