Anonymous

συνεπιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
}}
}}