Anonymous

τρίστιχος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_16)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίστῐχος''': -ον, = [[τρίστοιχος]], κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
|lstext='''τρίστῐχος''': -ον, = [[τρίστοιχος]], κριθαὶ τρ., ἐκ τριῶν σειρῶν, Πλούτ. 2. 906Β.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος) αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] στίχους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίστιχο</i>- [[ποίημα]] ή [[στροφή]] ποιήματος από [[τρεις]] στίχους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που απαρτίζεται από [[τρεις]] σειρές (α. «τρίστιχοι κριθαί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στίχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>στιχος</i>)].
}}
}}