Anonymous

σχισμός: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de fendre, de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de fendre, de déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σχίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η [[τάση]] μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχίσιμο]], [[πληγή]] («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}