Anonymous

τυφλόπους: Difference between revisions

From LSJ
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />qui marche aveuglément, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]], [[πούς]].
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />qui marche aveuglément, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει [[τυφλά]] πόδια, [[δηλαδή]] που περιπλανιέται [[χωρίς]] να ξέρει πού πηγαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
}}