Anonymous

ὑλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλάζομαι''': [ῡ], ἀποθετ., [[ξυλίζομαι]], [[συνάγω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα [[Πολυδ]]. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.
|lstext='''ὑλάζομαι''': [ῡ], ἀποθετ., [[ξυλίζομαι]], [[συνάγω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα [[Πολυδ]]. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὕλη]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[συγκεντρώνω]] ή [[μεταφέρω]] ξύλα.
}}
}}