Anonymous

ὑδρευτής: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_19)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀντλῶν [[ὕδωρ]], [[ἀντλητής]], [[ποτιστής]], Γλωσσ.
|lstext='''ὑδρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀντλῶν [[ὕδωρ]], [[ἀντλητής]], [[ποτιστής]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ὑδρεύω]]<br />αυτός που αντλεί [[νερό]], [[ἀρδευτής]].
}}
}}