Anonymous

χητίζω: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_3)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χητίζω''': [[χατίζω]], Ἐτυμολ. Μέγ. 811. 45.
|lstext='''χητίζω''': [[χατίζω]], Ἐτυμολ. Μέγ. 811. 45.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[χατίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του ρ. [[χατίζω]], ο [[οποίος]] εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το [[φωνήεν]] της ρίζας <i>gh</i><i>ē</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χατέω]])].
}}
}}