3,274,919
edits
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux;<br /><b>2</b> crinière de cheval;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> touffe de feuillage, feuillage.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux;<br /><b>2</b> crinière de cheval;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> touffe de feuillage, feuillage.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[τύπος]] σύνθετης ταξιανθίας, που ανήκει στην [[ομάδα]] τών βοτρυωδών ή μονοποδικών ταξιανθιών, αλλ. [[σύνθετος]] [[βότρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίχα]] ή [[βόστρυχος]] τών μαλλιών της κεφαλής («βοστρύχων ἄκρας φόβας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για Γοργόνα) [[οφιώδης]] [[πλόκαμος]]<br /><b>3.</b> η [[χαίτη]] τών αλόγων<br /><b>4.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) [[κόμη]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) το [[φύλλωμα]] τών δέντρων<br />β) το [[άνθος]] διαφόρων καλαμοειδών [[φυτών]] το οποίο μοιάζει με [[πούπουλο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἴων φόβαι» — [[σωρός]] από βιολέτες (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «εὐπέταλοι φόβαι» — οι βλαστοί της αμπέλου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[φέβομαι]] «[[φεύγω]], τρέπομαι σε [[φυγή]]». Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά η σημασιολογική [[διαφορά]] που παρουσιάζουν οι τ., η οποία δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά [[ούτε]] με την [[υπόθεση]] μιας σημ. «τα μαλλιά που κυματίζουν, που φεύγουν [[μπροστά]] στον αέρα» [[ούτε]] με τη [[σύγκριση]] [[προς]] το [[ζεύγος]] [[σόβη]] «[[ουρά]] του αλόγου»: <i>σοβῶ</i> «[[διώχνω]], [[τρέπω]] κάποιον σε [[φυγή]]»]. | |||
}} | }} |