Anonymous

φορητός: Difference between revisions

From LSJ
45
(SL_2)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[φορητός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> borne ἦν γὰρ τὸ [[πάροιθε]] φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
|sltr=[[φορητός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> borne ἦν γὰρ τὸ [[πάροιθε]] φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν (sc. Δᾶλος) fr. 33d. 1, cf. Πα. 7B. 49.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φορητός]], -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ος Α [[φορῶ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μεταφέρει ή να τον μετατοπίσει (α. «φορητή [[συσκευή]]» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἄστρα φορητά» — οι πλανήτες, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευμετάβολος]], [[άστατος]] («[[φύσις]] φορητὴ καὶ [[μετάβολος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να υπομείνει, [[υποφερτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φορητῶς</i> Α<br />με υποφερτό τρόπο.
}}
}}