Anonymous

ὑπερβίβασις: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_8)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβίβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν [[ὑπεράνω]], διαβίβασις, ἴδε [[ὑπέρβασις]] ΙΙΙ.
|lstext='''ὑπερβίβᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν [[ὑπεράνω]], διαβίβασις, ἴδε [[ὑπέρβασις]] ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπερβιβάζω]]<br />[[διαβίβαση]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από [[κάτι]] («τῶν λέμβων [[ὑπερβίβασις]]», <b>Πολ.</b>).
}}
}}