3,258,246
edits
(6_19) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκευτής''': -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Φίλων 1. 449. | |lstext='''φαρμᾰκευτής''': -οῦ, ὁ ἀδόκιμον ἀντὶ [[φαρμακεύς]], Φίλων 1. 449. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[φαρμακεύτρια]], ΝΜΑ [[φαρμακεύω]]<br />αυτός που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ.</b> [[τίτλος]] του β' ειδυλλίου του Θεόκριτου. | |||
}} | }} |