Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνθιασώτης: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θιασώτης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θιασώτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οπαδός]] της ίδιας ιδεολογίας, [[ομόφρων]] («[[συνθιασώτης]] στο παγκόσμιο [[κίνημα]] ειρήνης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που διαπράττει [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον [[άλλο]], ο [[συνθιασίτης]]<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που παίρνει [[μέρος]] σε [[γιορτή]] ή [[πανήγυρη]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]], [[φίλος]] («τοὺς συνθιασώτας τοῡ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θιασώτης]] «[[οπαδός]], [[θαυμαστής]], [[υπέρμαχος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θίασος]])].
}}
}}