Anonymous

σφυγμός: Difference between revisions

From LSJ
1,244 bytes added ,  29 September 2017
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> palpitation, mouvement du pouls, pulsation;<br /><b>2</b> légère secousse de tremblement de terre;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> palpitation, désir ardent, passion.<br />'''Étymologie:''' [[σφύζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> palpitation, mouvement du pouls, pulsation;<br /><b>2</b> légère secousse de tremblement de terre;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> palpitation, désir ardent, passion.<br />'''Étymologie:''' [[σφύζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφύζω]]<br />ρυθμική [[συστολή]] και [[διαστολή]] της καρδιάς που εξασφαλίζει την [[κυκλοφορία]] του αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο [[παλμός]] (α. «[[συχνός]] [[σφυγμός]]» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το ευαίσθητο [[σημείο]], η [[αδυναμία]] κάποιου («του βρήκε τον σφυγμό και τον κάνει ό,τι θέλει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τον σφυγμό» — [[μετρώ]] τον αριθμό τών σφύξεων της καρδιάς ανά [[λεπτό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρομώδης]], παλμική [[κίνηση]] της Γης, [[δόνηση]], [[σεισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) έντονη ψυχική [[κατάσταση]] («[[οἷον]] ἐν σφυγμῷ καὶ διατάσει καὶ ὄγκῳ γενομένης τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[νοσώδης]] [[έξαψη]], [[ερεθισμός]].
}}
}}