3,252,772
edits
(6_11) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522. | |lstext='''τυμπᾰνικός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τυμπανικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τύμπανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που ηχεί σαν [[τύμπανο]], που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το [[τύμπανο]] («[[τυμπανικός]] [[ήχος]]» — [[ήχος]] μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος [[κατά]] την [[επίκρουση]] διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. [[είναι]] τα έντερα)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τύμπανο]] του αφτιού (α. «[[τυμπανικός]] [[υμένας]]» β. «τυμπανικό [[νεύρο]]» γ. «τυμπανικό [[οστό]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[τύμπανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[υδρωπικός]]. | |||
}} | }} |