Anonymous

φώρτατος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_22)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φώρτατος''': ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
|lstext='''φώρτατος''': ὑπερθ. τοῦ φώρ, ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=-άτη, -ον, Α<br />αυτός που κλέβει [[συχνά]], [[κλέφταρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φώρ</i>, <i>φωρός</i> «[[κλέφτης]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τατος</i> του υπερθετικού βαθμού].
}}
}}