3,274,133
edits
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />extraordinaire, prodigieux.<br />'''Étymologie:''' [[τέρας]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες /[[τερατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τέρας]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[τέρας]], [[τερατοειδής]], [[υπερφυσικός]] («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]] που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη [[φυσιολογικός]], [[τερατόμορφος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχρός]], [[ανήθικος]], [[αποτροπιαστικός]], [[αηδιαστικός]] (α. «τερατώδες [[ψέμα]]» β. «τερατώδες [[έγκλημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τερατῶδες</i><br />η [[τερατωδία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τερατωδώς]] / <i>τερατωδῶς</i> ΝΜΑ<br />με τερατώδη τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />αντίθετα [[προς]] τους νόμους της φύσης. | |||
}} | }} |