Anonymous

σύννευσις: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />disposition de choses qui convergent vers une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συννεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />disposition de choses qui convergent vers une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συννεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῡν πρὸς ἐκεῑνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῡ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]].
}}
}}