Anonymous

τελωνικός: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de fermier général, de publicain.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
|btext=ή, όν :<br />de fermier général, de publicain.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τελώνης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[τελωνία]] («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τελωνικά</i><br />τα [[τέλη]], οι φόροι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελωνικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τελώνης]] του Ευαγγελίου («μὴ φαρισαϊκῶς ἀλλὰ τελωνικῶς», Ευάγρ.).
}}
}}