Anonymous

ὑάλωμα: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_21)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑάλωμα''': τό, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν ἵππου, ὡς τὸ [[γλαύκωμα]], «συμβαίνει δὲ ἐκ τούτου, ὃ καλεῖται [[ὑάλωμα]] ὅμοιον ψηφῖδι λευκῇ» Ἱππιατρ. 1, σ. 43, 11.
|lstext='''ὑάλωμα''': τό, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν ἵππου, ὡς τὸ [[γλαύκωμα]], «συμβαίνει δὲ ἐκ τούτου, ὃ καλεῖται [[ὑάλωμα]] ὅμοιον ψηφῖδι λευκῇ» Ἱππιατρ. 1, σ. 43, 11.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ὑάλωμα]], -ώματος, ΝΜ<br />οφθαλμική [[πάθηση]] τών αλόγων παρόμοια με το [[γλαύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υάλωση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα [[τζαμικά]]<br /><b>3.</b> το [[υαλογράφημα]]<br /><b>4.</b> το [[εφυάλωμα]], το [[σμάλτο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> σπάνια [[δερματοπάθεια]] χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γλαύκ</i>-<i>ωμα</i>)].
}}
}}