3,270,824
edits
(6_11) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰρακτηριστικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτηρίζων, [[δηλωτικός]], ὁ χρησιμεύων πρὸς χαρακτηρισμόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 173, Διονυσ. Ἁλ. Λυσ. 11, περὶ Δημ. 34, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ [[αὐτόθι]] 39, 51, κ. ἀλλ. ἔχει διατηρηθῇ ἐξ ἀντιγράφων ἡ πλημμ. γραφὴ [[χαρακτηρικός]], Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1167. 60. | |lstext='''χᾰρακτηριστικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτηρίζων, [[δηλωτικός]], ὁ χρησιμεύων πρὸς χαρακτηρισμόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 173, Διονυσ. Ἁλ. Λυσ. 11, περὶ Δημ. 34, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ [[αὐτόθι]] 39, 51, κ. ἀλλ. ἔχει διατηρηθῇ ἐξ ἀντιγράφων ἡ πλημμ. γραφὴ [[χαρακτηρικός]], Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1167. 60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χαρακτηριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χαρακτηρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό [[γνώρισμα]] προσώπου ή πράγματος, [[προσδιοριστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το χαρακτηριστικό</i>(<i>ν</i>)<br />α) διακριτικό [[γνώρισμα]]<br />β) <b>ναυτ.</b> διακριτικό [[σήμα]] σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η χαρακτηριστική</i><br />(φυσ.-τεχνολ.) [[καμπύλη]] ή [[σμήνος]] καμπυλών, [[προϊόν]] θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την [[συνάρτηση]] ενός μεγέθους κάποιου συστήματος [[προς]] ένα [[άλλο]] [[μέγεθος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βιολ.</b> το διακριτικό [[γνώρισμα]], [[συχνά]] και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται [[κυρίως]] στην διακριτική [[κατάσταση]] ή [[έκφραση]] του χαρακτήρα [[αυτού]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χαρακτηριστικά</i>- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[χρώμα]] τών ματιών ή τών μαλλιών, η [[έκφραση]] του προσώπου κ.ά.<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «χαρακτηριστική [[ομάδα]]»<br />(χημ) χημική [[ρίζα]] ή χημική [[δομή]] με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως [[είναι]] λ.χ. το [[υδροξύλιο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαρακτηριστικώς</i> / <i>χαρακτηριστικῶς</i>, ΝΜ, και <i>χαρακτηριστικά</i> Ν<br />με χαρακτηριστικό τρόπο. | |||
}} | }} |