Anonymous

τρίπλοκος: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_15)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπλοκος''': -ον, ([[πλέκω]]) = [[τριπλεκής]], τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.
|lstext='''τρίπλοκος''': -ον, ([[πλέκω]]) = [[τριπλεκής]], τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί από [[τρία]] μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που αποτελείται από [[τρία]] μέρη, [[τριμερής]], [[τριπλός]] («[[ὥσπερ]] σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-<i>πλοκος</i>].
}}
}}