Anonymous

φημί: Difference between revisions

From LSJ
6,605 bytes added ,  29 September 2017
44
(T22)
(44)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[φημίζω]]) 1st aorist [[passive]] 3rd [[person]] [[singular]] ἐφημισθη; [[especially]] [[frequent]] in the poets from [[Hesiod]] [[down]]; to [[spread]] a [[report]], to [[disseminate]] by [[report]]: T WH marginal [[reading]] ([[after]] manuscripts א, [[Delta]], 33, etc.) for [[διαφημίζω]], [[which]] [[see]]  
|txtha=([[φημίζω]]) 1st aorist [[passive]] 3rd [[person]] [[singular]] ἐφημισθη; [[especially]] [[frequent]] in the poets from [[Hesiod]] [[down]]; to [[spread]] a [[report]], to [[disseminate]] by [[report]]: T WH marginal [[reading]] ([[after]] manuscripts א, [[Delta]], 33, etc.) for [[διαφημίζω]], [[which]] [[see]]  
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[λόγια]] φρ.) «αυτός έφα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[γνώμη]] που έχει εκφραστεί από [[αυθεντία]], [[χωρίς]] να επιδέχεται [[καμιά]] [[αμφισβήτηση]], και η οποία προέρχεται από τη [[φράση]] που χρησιμοποιούσαν οι Πυθαγόρειοι για τις ρήσεις του δασκάλου τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]], [[διακηρύσσω]], [[ισχυρίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[πιστεύω]] («φῆ γὰρ ὅγ' αἱρήσειν Πριάμου πόλιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> λέω <i>ναι</i>, [[βεβαιώνω]] [[κάτι]] («φῂς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προστάζω]] («Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῑσαν φέρειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγράφω]]<br /><b>6.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὔ φημι</i><br />δεν [[συναινώ]], [[αρνούμαι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] τινος [[φημί]]» — [[ομιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φημί]] / <i>φᾱμί</i> ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bh</i><i>ā</i>/<i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- «[[λέγω]], [[μιλώ]]» και μπορεί να συνδεθεί με διάφορους τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, <b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>bam</i>, <i>bas</i>, <i>bay</i> «[[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[φημί]], <i>φῄς</i>, <i>φησί</i>), bay «[[λέξη]], [[έκφραση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>φᾰτις</i>), <i>ban</i> «[[λέξη]], [[συζήτηση]]», λατ. <i>f</i><i>ā</i><i>ma</i> (<b>πρβλ.</b> [[φήμη]]), <i>for</i>, <i>f</i><i>ā</i><i>ri</i> «[[μιλώ]]», <i>f</i><i>ā</i><i>bula</i> «[[λόγος]]», λατ. <i>făteor</i> «[[ομολογώ]]», αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>, αγγλοσαξ. <i>boen</i> «[[παράκληση]]» (με [[επίθημα]] -<i>η</i>-), αρχ. σλαβ. <i>bajo</i> «[[μιλώ]]» (με [[επίθημα]] -<i>jo</i>). Από σημασιολογική [[άποψη]], αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι η [[ρίζα]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/<i>bh</i><i>ә</i><sub>2</sub>- εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ: α) «[[λάμπω]], [[φωτίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαίνω]], <i>φως</i>) και με τις επεκτεταμένες μορφές <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>w</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <i>bhea</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φαίνω]]), <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>s</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ā</i><i>s</i>-<i>a</i>- «φως») και β) «[[δηλώνω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]» στο ρ. [[φημί]] και με την επεκτεταμένη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>n</i>- (<b>πρβλ.</b> αρμεν. <i>ban</i>, αρχ. ισλανδ. <i>b</i><i>ō</i><i>n</i>). Η [[σχέση]] τών δύο αυτών σημασιών μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω της ακόλουθης σημασιολογικής εξέλιξης: «[[λάμπω]], [[φωτίζω]], [[φέρνω]] στο φως» και, [[επομένως]], «[[δηλώνω]], [[παρουσιάζω]], [[εκθέτω]], [[μιλώ]]». Η [[διπλή]] αυτή σημ. της ρίζας μπορεί να παρατηρηθεί και σε ορισμένους τ. της ίδιας οικογένειας (<b>πρβλ.</b> τις σημ. τών τ. [[πιφαύσκω]], [[φάσις]], [[πρόφασις]]), ενώ παρόμοια δισημία εμφανίζουν και άλλοι τ., όπως λ.χ. το ρ. <i>ἀποδηλῶ</i> «[[φανερώνω]], [[εξηγώ]]», το λατ. <i>declaro</i> «[[φανερώνω]], [[δηλώνω]]», η ΙΕ [[ρίζα]] <i>sek</i><sup>w</sup>- «[[βλέπω]], [[δείχνω]], [[μιλώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἄσπετος]]). Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί η [[περίπτωση]] ύπαρξης μιας ρίζας με [[μορφή]] <i>bhen</i>- «[[μιλώ]]» (στην οποία οδηγούν και τ. σαν τα αρχ. ινδ. <i>bhanati</i> «μιλά» και αρχ. άνω γερμ. <i>bannan</i> «[[διατάζω]]»), παράλληλα [[προς]] τη [[μορφή]] <i>bhe</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (για τη δυσερμήνευτη [[σχέση]] τών <i>bhen</i>-: <i>bhea</i><sub>2</sub>- <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>g</i><sup>w</sup><i>em</i>-: <i>g</i><sup>w</sup><i>e</i><i>ә</i><sub>2</sub>- του ρ. [[βαίνω]]). Το ρ. [[φημί]], εγκλιτικό στην οριστική [[εκτός]] από το β' εν. [[πρόσωπο]] <i>φής</i>, εμφανίζει [[κατά]] την [[κλίση]] του, [[καθώς]] και στα παράγωγά του, [[είτε]] το θ. <i>φᾱ</i>-/<i>φη</i>- της απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>φη</i>-<i>ν</i>, μέλλ. <i>φή</i>-<i>σω</i>, <i>φή</i>-<i>μη</i>) [[είτε]] το θ. <i>φᾰ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> απρμφ. <i>φᾰναι</i>, <i>φᾰτις</i>). Το ρ., [[τέλος]], απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του γ' εν. προσώπου <i>pasi</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φατικός]], [[φήμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάσις]] (II), [[φατειός]], [[φάτης]], [[φάτις]], [[φατός]] (Ι), [[φήμα]], [[φήμις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ανάφημι</i>, [[αντίφημι]], [[απόφημι]], [[έκφημι]], [[επίφημι]], [[κατάφημι]], [[μετάφημι]], [[παράφημι]], [[προαπόφημι]], [[προσαπόφημι]], [[πρόσφημι]], [[πρόφημι]], [[σύμφημι]], [[συνεπίφημι]]].
}}
}}