3,274,921
edits
(6_18) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλοιόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63. | |lstext='''φλοιόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φλοιόρριζα</i><br />τα βολβόρριζα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκό</i>-<i>ρριζος</i>]. | |||
}} | }} |