Anonymous

ὑπώρεια: Difference between revisions

From LSJ
44
(Autenrieth)
(44)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὄρος]]), fem. adj. as subst.: [[foot]] of a [[mountain]], skirts of a [[mountain]] [[range]], pl., Il. 20.218†.
|auten=([[ὄρος]]), fem. adj. as subst.: [[foot]] of a [[mountain]], skirts of a [[mountain]] [[range]], pl., Il. 20.218†.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπώρεια]], ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α<br />οι [[πρόποδες]], τα [[ριζά]] βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι υπώρειες</i><br /><b>(γεωμορφ.)</b> το [[τμήμα]] τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους [[πρόποδες]] ενός ορεινού όγκου και έχει σχηματιστεί από την [[απόθεση]] κλαστικών υλικών, λόγω της μετατόπισης τών υδάτινων ρευμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρεια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [ΙΙ]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ώρεια</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>piemont</i>].
}}
}}