Anonymous

φυτός: Difference between revisions

From LSJ
1,264 bytes added ,  29 September 2017
45
(SL_2)
(45)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[φυτός]], v. [[φυτόν]], (P. 5.42)
|sltr=[[φυτός]], v. [[φυτόν]], (P. 5.42)
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ξόανο]]) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη [[φύση]], [[χωρίς]] την ανθρώπινη [[επενέργεια]]<br /><b>3.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φυτός]] έχει σχηματιστεί από θ. <i>φῠ</i>- του ρ. <i>φύω</i>, [[φύομαι]] με την κατάλ. -<i>τός</i> τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ -<i>ῠ</i>-, [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῦ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), αναλογικά [[προς]] τον ενεστ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>φύω</i>). Η λ. [[φυτός]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλαιό</i>-<i>φυτος</i>, <i>νεό</i>-<i>φυτος</i>), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. [[φυτό]](<i>ν</i>)].
}}
}}