Anonymous

φιλεγκλήμων: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλεγκλήμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[μεμψίμοιρος]]. ― Ἐπίρρ., -[[μόνως]], Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''φῐλεγκλήμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐγκαλῇ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 354, κλπ., Ἡσύχ. ἐν λέξει [[μεμψίμοιρος]]. ― Ἐπίρρ., -[[μόνως]], Πολύδ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, [[φιλαίτιος]], [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλεγκλημόνως</i> Α<br />φιλαιτίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εγκλήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔγκλημα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>εγκλήμων</i>].
}}
}}