Anonymous

χαλεπός: Difference between revisions

From LSJ
4,884 bytes added ,  29 September 2017
46
(T22)
(46)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=χαλεπης, χαλεπόν (from [[χαλέπτω]] to [[oppress]], [[annoy]] (?))), from [[Homer]] [[down]], [[hard]] (Latin difficilis);<br /><b class="num">a.</b> [[hard]] to do, to [[take]], to [[approach]].<br /><b class="num">b.</b> [[hard]] to [[bear]], [[troublesome]], [[dangerous]]: καιροί χαλεποί (R. V. [[grievous]]), [[harsh]], [[fierce]], [[savage]]: of men, [[Homer]] [[down]]).
|txtha=χαλεπης, χαλεπόν (from [[χαλέπτω]] to [[oppress]], [[annoy]] (?))), from [[Homer]] [[down]], [[hard]] (Latin difficilis);<br /><b class="num">a.</b> [[hard]] to do, to [[take]], to [[approach]].<br /><b class="num">b.</b> [[hard]] to [[bear]], [[troublesome]], [[dangerous]]: καιροί χαλεποί (R. V. [[grievous]]), [[harsh]], [[fierce]], [[savage]]: of men, [[Homer]] [[down]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χαλεπός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[δύσκολος]], [[δυσχερής]], αυτός του οποίου η [[αντιμετώπιση]] παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ<br />γ. «χαλεπὸν ὁ [[βίος]]», <b>Ξεν.</b><br />δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι ἐναργεῖς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί πόνο και φόβο, [[αλγεινός]], [[φοβερός]], [[τρομερός]] (α. «λιμοῦ χαλεποῦ», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «οὐ γὰρ χαλεπὸν τὸ ἀποθανεῖν, ἀλλὰ χαλεπὸν τὸ παροξῦναι τὸν δεσπότην», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «χαλεπὸν δὲ σε [[γῆρας]] ὀπάζει», <b>Ησίοδ.</b><br />δ. «χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο [[κεραυνός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβλαβής]], [[επιζήμιος]], [[βλαβερός]] («ἀρχὴ δὲ πάντων χαλεπῶν [[φιλαργυρία]]», Πολύκλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («δύσφοροι καὶ χαλεποὶ... θώρακες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίφοβος]], [[επικίνδυνος]] (α. «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι χαλεποὶ [[λίαν]]», ΚΔ<br />β. «ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι» <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[έδαφος]]) [[δύσβατος]] («χωρία χαλεπὰ πετρώδη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]] (α. «οὐκ αὖ σὺ παύσει χαλεπὸς ὢν καὶ [[δύσκολος]]», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἀλλ' αἰεὶ χαλεπὸς περὶ πάντων εἰς μνηστήρων δμωσὶν Ὀδυσσῆος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αυστηρός]], [[άτεγκτος]] («ἦν τὸ δίκαιον φυλάσσων [[χαλεπός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λόγο) [[σκληρός]], [[εκφοβιστικός]] ή [[προσβλητικός]] («χαλεπῷ [[ἠνίπαπε]] μύθῳ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> (για ζώο) [[άγριος]], [[ατίθασος]] («θηρία... χαλεπὰ τὰς [[φύσεις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλεπόν</i><br />[[χαλεπότης]], [[σφοδρότητα]]<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ χαλεπά</i><br />οι δυσκολίες, οι στενοχώριες<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπὸν [[χωρίον]]» — [[τοποθεσία]] που [[είναι]] δύσκολο να καταληφθεί (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαλεπῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> δύσκολα, με [[δυσχέρεια]] («[[ἔνθα]] διαγνῶναι χαλεπῶς ἦν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σκληρά, με [[αυστηρότητα]] ή με [[οργή]] («σκαιῶς γὰρ καὶ χαλεπῶς [[αὐτοῦ]] ἐκπυνθάνει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἔχω» — βρίσκομαι σε κακή [[κατάσταση]] (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μόλις]] και [[μετά]] βίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλεπῶς ἔχω» — οργίζομαι (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «χαλεπῶς [[φέρω]]» — [[υπομένω]] με [[δυσκολία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «χαλεπῶς ἔχει» — [[είναι]] δύσκολο (<b>Θουκ.</b>)<br />δ) «χαλεπῶς διατίθεμαι» — έχω κακή [[διάθεση]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαιότατο επίθ. άγνωστης ετυμολ. Τόσο η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί με ένα πρωτοελλ. [[επίθημα]] -<i>πός</i> από το θ. του ρ. <i>χαλῶ</i> και συνδέεται με τον τ. [[χωλός]] (για την πιθανή [[σύνδεση]] του [[χωλός]] με το <i>χαλῶ</i> <b>βλ. λ.</b> [[χωλός]]) «[[κουτσός]]» όσο και η σύνδεσή της με το αρχ. σλαβ. <i>zblb</i> «[[κακός]]» δεν θεωρούνται αρκετά πιθανές].
}}
}}