Anonymous

χάλιξ: Difference between revisions

From LSJ
1,799 bytes added ,  29 September 2017
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> petite pierre, caillou;<br /><b>2</b> moellon;<br /><b>3</b> chaux, pierre à chaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> petite pierre, caillou;<br /><b>2</b> moellon;<br /><b>3</b> chaux, pierre à chaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χαλίκι]] (α. «[[χάλικας]] παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελ</i>-<i>ιξ</i>, <i>κύλ</i>-<i>ιξ</i>). <i>Ο</i> τ. συνδέεται με το λατ. <i>calx</i>, -<i>cis</i> «[[ασβέστης]]», το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική, αν και, κατ' άλλους, φαίνεται [[εξίσου]] πιθανό οι δύο τ. να [[είναι]] παρλλ. δάνεια από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]]. Σύμφωνα με μια παλαιότερη [[υπόθεση]], που δεν θεωρείται πια πιθανή, η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sk</i>(<i>h</i>)<i>l</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sk</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]], [[κόβω]], [[σπάζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σκάλλω]], λατ. <i>silex</i>, -<i>icis</i> «[[χαλίκι]]»). Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], που [[επίσης]] δεν θεωρείται ικανοποιητική, η λ. [[είναι]] ανατολ. προέλευσης και συνδέεται με έναν σουμεριακό τ. <i>kalga</i> (<b>πρβλ.</b> τη γρφ. <i>KΑL</i>. <i>GΑ</i> «[[δυνατός]]») και το ακκαδ. <i>kalakku</i> με υποθετική σημ. «[[ασβέστης]]»].
}}
}}