Anonymous

ὑπολογισμός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de prendre qch en considération.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολογίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de prendre qch en considération.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολογίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»).
}}
}}