Anonymous

ὑποδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
43
(T22)
(43)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[see]] [[ὑπό]], III:1): 1st aorist ὑπεδεξαμην; [[perfect]] ὑποδεδεγμαι; from [[Homer]] [[down]]; to [[receive]] as a [[guest]]: τινα, [[εἰς]] [[τόν]] οἶκον, [[δέχομαι]], at the [[end]].)  
|txtha=([[see]] [[ὑπό]], III:1): 1st aorist ὑπεδεξαμην; [[perfect]] ὑποδεδεγμαι; from [[Homer]] [[down]]; to [[receive]] as a [[guest]]: τινα, [[εἰς]] [[τόν]] οἶκον, [[δέχομαι]], at the [[end]].)  
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποδέχομαι]], ΝΜΑ και ιων. τ. [[ὑποδέκομαι]] και [[ὑποδέχνυμαι]], Α<br /><b>1.</b> [[δέχομαι]], [[συγκεντρώνω]] [[κάτι]] που πέφτει ή που ρέει από [[πάνω]] (α. «η [[δεξαμενή]] υποδέχεται τα λύματα του εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ [[μέλλον]] ὑποδέξεσθαι τὸ [[ὕδωρ]]», Ήρων)<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] με [[ευχαρίστηση]], [[καλωσορίζω]] κάποιον (α. «μέ υποδέχθηκε με [[ευγένεια]]» β. «χαῑρε δ' Ὀδυσσεὺς [[ὅττι]] μιν ὣς [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[ταφή]]) [[ανοίγω]] για να δεχθώ, για να σκεπάσω (α. «η πατρική του γη θα τον υποδεχθεί» β. «αἰθὴρ μὲν ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώματα δὲ [[χθών]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προϋπαντώ]], [[καλωσορίζω]] τιμητικά («οι αρχές τον υποδέχθηκαν στην είσοδο της πόλης»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[προίκα]] ή προγαμιαία [[δωρεά]]<br /><b>2.</b> (ως απρόσ.) <i>ὑποδέχεται</i><br />[[είναι]] παραδεκτό, [[είναι]] αποδεκτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] [[παιδί]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία) [[δέχομαι]], [[παίρνω]] με τον πρέποντα σεβασμό και στην καθορισμένη [[στάση]] («ὡς [[μέλλων]] [[βασιλέα]] ὑποδέχεσθαι, [[μετὰ]] πολλοῡ φόβου τὸ [[σῶμα]] τοῡ Χριστοῡ ὑποδέχου», Ιωάνν. Χρυσ.)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[άσυλο]] σε δούλο ή σε φυγάδα<br /><b>2.</b> [[δέχομαι]] κάποιον σε [[γεύμα]], [[φιλοξενώ]] («τὸ [[πλῆθος]] λαμπρῶς ὑπεδέξατο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[παραδέχομαι]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>4.</b> [[δέχομαι]], [[σηκώνω]] [[φορτίο]] («ἡ γυνὴ ὑποδεξαμένη φέρει τὸ [[φορτίο]] τοῡτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υπομένω]], [[υποφέρω]] με [[καρτερία]] («βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναλαμβάνω]] [[δέσμευση]], [[υπόσχομαι]] («[[ὥσπερ]] ὑπεδέξασθε, βοηθήσατε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφούς, αξιωματούχους, εμπόρους) [[αναλαμβάνω]] την [[ευθύνη]] για [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[δέχομαι]] με τη [[σειρά]] μου, [[μετά]] από άλλον («τὴν εἰς τὸ [[στόμα]] φορὰν τῶν περιττωμάτων δέχεται [[στόμαχος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[περιμένω]] την [[επίθεση]] κάποιου, [[είμαι]] [[έτοιμος]] να τον αντικρούσω («ὁ μὲν... ἐπόρουσεν, ὁ δ' [[ἐμμαπέως]] [[ὑπέδεκτο]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>10.</b> [[ενεδρεύω]], [[περιμένω]] να πέσει στην [[ενέδρα]] μου [[κάποιος]]<br /><b>11.</b> [[αρχίζω]] να [[τραγουδώ]] στο [[σημείο]] που σταμάτησε ο προηγούμενος («ὑποδέξασθαι δ' ὀπαδοὶ [[μέλος]], [[αἶνος]] δὲ πόλιν τόνδε Πελασγῶν ἐχέτω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[διαδέχομαι]], βρίσκομαι [[δίπλα]] από [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ πρὸς τὴν ἠῶ... [[θάλασσα]] ὑποδέκεται καὶ τενάγεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>13.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεστ.) <i>ὁ ὑποδεχόμενος</i>·ο [[οικοδεσπότης]], αυτός που προσφέρει το [[γεύμα]]<br /><b>14.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ.) <i>ὁ ὑποδεξάμενος</i><br />ο [[κλεπταποδόχος]]<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑποδέχομαι]] φρουράν» — [[δέχομαι]] φιλικά στρατιωτική [[μονάδα]] εχθρικής πόλης (<b>Δημοσθ.</b>)<br />β) «[[ὑποδέχομαι]] λῃστάς [ή πειρατάς]» — [[προσφέρω]] [[κρησφύγετο]], [[καταφύγιο]] σε ληστές <b>επιγρ.</b><br />γ) «[[πόλις]] ὑποδέχεταί τινα»<br />(για [[πόλη]]) [[δέχομαι]] κάποιον ως φίλο, [[χωρίς]] να προβάλω [[αντίσταση]] (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[ὑποδέχομαι]] λόγους [ή εὐχάς]» — [[εισακούω]]<br />στ) «[[ὑποδέχομαι]] [[μέτρον]]» — [[δέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ένα [[μέτρο]] ως γνήσιο <b>πάπ.</b><br />ζ) «[[ὑποδέχομαι]] μεγάλα τινί» — [[δίνω]] μεγάλες υποσχέσεις σε κάποιον (<b>Ηρόδ.</b>)<br />η) «οὐκ [[ὑποδέχομαι]]» — [[αρνούμαι]] να παραδεχθώ (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}