Anonymous

συνθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_2)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθερμαίνω''': [[θερμαίνω]], ζεσταίνω [[ὁμοῦ]], συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.
|lstext='''συνθερμαίνω''': [[θερμαίνω]], ζεσταίνω [[ὁμοῦ]], συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [[θερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}