Anonymous

φρήν: Difference between revisions

From LSJ
12,373 bytes added ,  29 September 2017
45
(T22)
(45)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=φρενος, ἡ, plural φρένες, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[several]] times in Proverbs for לֵב:<br /><b class="num">1.</b> the [[midriff]] or [[diaphragm]], the parts [[about]] the [[heart]].<br /><b class="num">2.</b> the [[mind]]; the [[faculty]] of perceiving and judging: [[also]] in the plural; as, 1 Corinthians 14:20.
|txtha=φρενος, ἡ, plural φρένες, from [[Homer]] [[down]], the Sept. [[several]] times in Proverbs for לֵב:<br /><b class="num">1.</b> the [[midriff]] or [[diaphragm]], the parts [[about]] the [[heart]].<br /><b class="num">2.</b> the [[mind]]; the [[faculty]] of perceiving and judging: [[also]] in the plural; as, 1 Corinthians 14:20.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[φρήν]], -ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[φράν]] Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι [[φρένες]] και <i>αἱ [[φρένες]]<br />ο [[νους]], ο [[εγκέφαλος]], η [[διάνοια]], το [[μυαλό]], το [[λογικό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «έξω φρενών» — [[εκτός]] του λογικού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[είμαι]] [ή [[γίνομαι]]] έξω φρενών»<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] [ή [[φθάνω]]] σε έξαλλη [[κατάσταση]], [[είμαι]] [ή [[γίνομαι]]] [[έξαλλος]]<br />β) «έχω σώας τας φρένας» — [[είμαι]] διανοητικά [[υγιής]], [[λογικός]]<br />γ) «[[κατάσταση]] διφορούμενων φρενών»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατάσταση]] εκείνου του οποίου η [[φρενοπάθεια]] δεν αποδεικνύεται πλήρως, [[οπότε]] το δικαστήριο δεν μπορεί να τον θέσει υπό [[απαγόρευση]], [[αλλά]] μπορεί να διορίσει δικαστικό αντιλήπτορά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> ο μυς που χωρίζει την θωρακική από την κοιλιακή [[κοιλότητα]], το [[διάφραγμα]] του θώρακα («τοῦτο δὲ τὸ [[διάζωμα]] καλοῦσί τινες φρένας, ὅ διορίζει τον τε πνεύμονα καὶ τὴν καρδίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) το [[στήθος]]<br /><b>3.</b> η [[καρδιά]] ως [[έδρα]] τών επιθυμιών, τών παθών και τών συναισθημάτων («ἀμηχανῶ δὲ καὶ [[φόβος]] μ' ἔχει φρένας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[θέληση]], [[πρόθεση]], [[σκοπός]] («οὔ τι Διὸς [[βέομαι]] φρεσίν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ φρενός» — από το [[βάθος]] της καρδιάς (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ἀπ' ἄκρας φρενός» — επιπόλαια (<b>Αισχύλ.</b>)<br />γ) «ἔσω φρενῶν» — με [[σωφροσύνη]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[φρήν]] κατέχει πολύ σημαντική [[θέση]] στο [[λεξιλόγιο]] της Ελληνικής και εμφανίζει μεγάλο [[εύρος]] σημασιών: «[[διάφραγμα]]», «[[σπλάγχνα]]», «[[στήθος]]», «η [[καρδιά]] ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων, τών επιθυμιών και τών παθών», «ο [[νους]] ως [[κέντρο]] τών διανοητικών δυνάμεων, η [[σκέψη]], η [[αντίληψη]]». Προβλήματα γεννά τόσο ο [[προσδιορισμός]] του οργάνου του σώματος το οποίο δήλωνε αρχικά η λ. όσο και ο [[καθορισμός]] της σχέσης της με τις λ. [[θυμός]] και [[νοῦς]]. Με ιδιαίτερη [[έμφαση]], και ήδη από αρχαίους μελετητές, υποστηρίζεται η [[άποψη]] ότι η λ. [[φρήν]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για το [[διάφραγμα]]. 'Εχουν, όμως, διατυπωθεί από άλλους μελετητές απόψεις, [[κατά]] τις οποίες αρχικές [[είναι]] οι σημ. «[[περικάρδιο]]», «πνεύμονες», [[καθώς]] και η γενικότερη σημ. «[[σύνολο]] οργάνων που βρίσκονται στο [[πάνω]] [[μέρος]] του σώματος». Εξάλλου, και από την [[πλευρά]] της ετυμολογίας, η λ. [[φρήν]], η οποία δίνει την [[εντύπωση]] ενός ριζικού ονόματος με [[μορφή]] που θυμίζει και άλλες ονομ. μελών του σώματος (<b>πρβλ.</b> [[ἀδήν]], [[αὐχήν]], [[σπλήν]]), παραμένει δυσερμήνευτη. Η λ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[μάλλον]] μεμονωμένος τ. της Ελληνικής, παρ' όλο που έχει προταθεί η [[αναγωγή]] της σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>hren</i>- «το [[διάφραγμα]] ως [[έδρα]] της σκέψης, της αντίληψης» και η [[σύνδεση]] της με τα αρχ. ισλδ. <i>grunr</i> «[[υποψία]]» και <i>grunda</i> «[[σκέπτομαι]]», [[αφού]] και αυτοί οι τ. αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις. Εξάλλου, [[ούτε]] οι παλαιότερες συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[φράσσω]] (με [[αφετηρία]] τη σημ. «[[διάφραγμα]]») και [[φύρω]] «[[αναμιγνύω]]» θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. [[φρήν]] έχει σχηματιστεί μια σημαντική και ευρύτατη [[οικογένεια]] παραγώγων και συνθέτων, τα οποία εμφανίζουν θ. από όλες τις δυνατές μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής ρίζας <i>φρεν</i>-: α) <i>φρεν</i>-<i>της</i> απαθούς βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>φρεν</i>-<i>ῶ</i>, <i>φρεν</i>-<i>ῖτις</i> και τα σύνθ. με <i>φρεν</i>[[ο]]-)<br />β) <i>φρον</i>- της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> <i>φρόν</i>-<i>ιμος</i>, <i>φρον</i>-<i>τίς</i>)<br />γ) <i>φρᾰ</i>-<i>ν</i>- της συνεσταλμένης (<b>πρβλ.</b> δοτ. πληθ. <i>φρασί</i> και πιθ. τον τ. <i>φρανίζειν</i><br /><i>σωφρονίζειν</i> του <b>Ησύχ.</b>)<br />δ) <i>φρων</i>- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> τα σύνθ. σε -<i>φρων</i>). Η λ. [[φρήν]], με τις μορφές αυτές, απαντά και σε [[πολλά]] ανθρωπωνύμια (<b>πρβλ.</b> <i>Φρασιμήδης</i>, <i>Λυκόφρων</i>, <i>Ἐχέφρων</i>, <i>Φρόνιος</i> <b>κ.ά.</b>). Τέλος, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φρν</i>- της λ. [[φρήν]] έχει πιθ. σχηματιστεί το ρ. [[φράζω]] «[[εξηγώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φράζω]] [Ι]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φρενήρης]], [[φρενίτις]](<i>δα</i>), [[φρόνιμος]], [[φροντίς]](-<i>ίδα</i>), [[φροντίζω]], [[φρονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φρένησις]], [[φρενόθεν]], [[φρενώ]], [[φρόνις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φρόνα]], [[φρόνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φρενιάζω]], [[φρενικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φρενοβλαβής]], [[φρενόληπτος]], [[φρενόπληκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φρενεμπάρωτος]], [[φρενερημία]], [[φρενοβάρβαρος]], [[φρενογηθής]], [[φρενοδαλής]], [[φρενοκηδής]], [[φρενοκλόπος]], [[φρενοκρατής]], [[φρενοληστής]], [[φρενόλυσσος]], [[φρενομανής]], [[φρενομόρως]], [[φρενοπληγής]], [[φρενοπλήξ]], [[φρενοτέκτων]], [[φρενώλης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φρεναπατώ]] (Ι), [[φρενοδινής]], [[φρενοθελγής]], [[φρενοτερπής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φρενόσπορος]], [[φρενοφθόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φρεναπάτη]], [[φρενογαστρικός]], [[φρενογλωττισμός]], [[φρενογράφος]], [[φρενοκαρδία]], [[φρενοκολικός]], [[φρενοκομείο]], [[φρενολογία]], [[φρενολόγος]], [[φρενοπαθής]], [[φρενοπαθολογία]], [[φρενοπτωσία]], [[φρενόσπασμος]], [[φρενοσπληνικός]]. (Β συνθετικό) [[αλλόφρων]], [[άφρων]], [[έκφρων]], <i>ελληνόφρων</i>, [[έμφρων]], [[εναντιόφρων]], [[ετερόφρων]], [[εχέφρων]], [[ματαιόφρων]], [[μεγαλόφρων]], [[ομόφρων]], [[ορθόφρων]], [[παράφρων]], [[πρόφρων]], [[σώφρων]], [[ταπεινόφρων]], [[τυραννόφρων]], [[υψηλόφρων]], [[φιλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αασίφρων</i>, [[αγαθόφρων]], [[αγανόφρων]], <i>αγεσίφρων</i>, [[αγχίφρων]], [[αερσίφρων]], [[αεσίφρων]], [[αιδόφρων]], [[αιμυλόφρων]], [[αινόφρων]], [[ακρατόφρων]], <i>αλεόφρων</i>, [[αλίφρων]], [[αλκίφρων]], <i>αμερσίφρων</i>, <i>ανδρόφρων</i>, <i>αντιόφρων</i>, [[απαλόφρων]], [[απηνόφρων]], <i>αρίφρων</i>, <i>αρρενόφρων</i>, [[αρτίφρων]], [[αταλάφρων]], <i>ατλησίφρων</i>, <i>αυτόφρων</i>, [[βαθύφρων]], [[βαρύφρων]], [[βλαψίφρων]], [[βλοσυρόφρων]], [[βυσσόφρων]], [[γεραιόφρων]], [[γυναικόφρων]], [[δαΐφρων]], [[δαμασίφρων]], [[διχόφρων]], [[δολιόφρων]], [[δολιχόφρων]], [[δύσφρων]], <i>εγειρόφρων</i>, [[εμπεδόφρων]], <i>ενεόφρων</i>, [[επίφρων]], [[εύφρων]], [[εχθρόφρων]], [[εχυρόφρων]], [[ηδύφρων]], [[ηπιόφρων]], [[θελξίφρων]], [[θεμερόφρων]], [[θεόφρων]], [[θερμόφρων]], <i>θολερόφρων</i>, [[θρασύφρων]], [[ιμερόφρων]], [[ισόφρων]], [[ισχυρόφρων]], [[κακόφρων]], [[καλόφρων]], [[κελαινόφρων]], [[κενεόφρων]], [[κενόφρων]], [[κερδαλεόφρων]], [[κλεψίφρων]], [[κοινόφρων]], [[κραταιόφρων]], [[κρατερόφρων]] / [[καρτερόφρων]], [[κρυψίφρων]], [[κυνόφρων]], [[λαθίφρων]], [[λυκόφρων]], [[λυσίφρων]], [[μαλακόφρων]], [[μειόφρων]], [[μελεόφρων]], [[μελίφρων]], [[μικρόφρων]], [[μονόφρων]], [[μωρόφρων]], [[νεόφρων]], [[νηπιόφρων]], [[ξυνόφρων]], [[οιόφρων]], [[ολβιόφρων]], [[ολιγόφρων]], [[ολοόφρων]], [[ονειρόφρων]], [[οξύφρων]], [[ουλόφρων]], [[παλαιόφρων]], [[παλίμφρων]], [[παχύφρων]], [[περισσόφρων]], [[περίφρων]], [[πινυτόφρων]], [[πιστόφρων]], [[ποικιλόφρων]], [[πολεμόφρων]], [[πολύφρων]], [[πυκινόφρων]], [[ρηξίφρων]], [[σιδηρόφρων]], [[σκολιόφρων]], [[σκοτόφρων]], [[στερεόφρων]], [[σύμφρων]], [[ταλασίφρων]], [[ταλάφρων]], [[τελεσίφρων]], [[τερψίφρων]], <i>τηνόφρων</i>, [[τλασίφρων]], [[υπέρφρων]], [[υψίφρων]], [[φθισίφρων]], [[χαλίφρων]], [[χαρμόφρων]], [[χαυνόφρων]], [[ωμόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αβρόφρων]] (-<i>ονας</i>), <i>απολυτόφρων</i>(-<i>ονας</i>), <i>βασιλόφρων</i> (-<i>ονας</i>), [[γενναιόφρων]](-<i>ονας</i>), <i>εθνικόφρων</i> (-<i>ονας</i>), <i>ελευθερόφρων</i>(-<i>ονας</i>), [[λατινόφρων]] (-<i>ονας</i>), [[μετριόφρων]](-<i>ονας</i>), [[νομιμόφρων]] (-<i>ονας</i>)].
}}
}}