Anonymous

χειριδωτός: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />garni de manches.<br />'''Étymologie:''' [[χειρίς]].
|btext=ός, όν :<br />garni de manches.<br />'''Étymologie:''' [[χειρίς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή -ό / [[χειριδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειριδοῡμαι]]<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει [[μανίκια]] (α. [[χειριδωτός]] [[μανδύας]]» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει χέρια.
}}
}}