Anonymous

χάσμημα: Difference between revisions

From LSJ
46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[χασμῶμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσιολ.</b> νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία [[διάνοιξη]] του στόματος και [[βαθιά]], παρατεταμένη και [[συχνά]] θορυβώδη [[εισπνοή]] και το οποίο αποτελεί [[σημείο]] κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής<br /><b>αρχ.</b><br />το [[άνοιγμα]] στόματος που χάσκει.
}}
}}