3,253,652
edits
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />large bec.<br />'''Étymologie:''' [[χασμάομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[χασμῶμαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσιολ.</b> νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία [[διάνοιξη]] του στόματος και [[βαθιά]], παρατεταμένη και [[συχνά]] θορυβώδη [[εισπνοή]] και το οποίο αποτελεί [[σημείο]] κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής<br /><b>αρχ.</b><br />το [[άνοιγμα]] στόματος που χάσκει. | |||
}} | }} |