Anonymous

ὑποφώσκω: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_3)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφώσκω''': [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
|lstext='''ὑποφώσκω''': [[ὑποφαύσκω]], ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]].
}}
}}