3,253,643
edits
(6_14) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλέος''': ὁ, = [[φλέως]], [[φλοῦς]], «[[φλέος]]· [[βασκανία]]. [[φθορά]], καὶ ὁ αἴλιος φλοιὸς» Ἡσύχ. | |lstext='''φλέος''': ὁ, = [[φλέως]], [[φλοῦς]], «[[φλέος]]· [[βασκανία]]. [[φθορά]], καὶ ὁ αἴλιος φλοιὸς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φλέως]].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βασκανία]], [[φθορά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφβλ. τ. ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. παρ. του ρ. [[φλέω]] με σημ. «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[οπότε]] αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «[[φλυαρία]], [[λόγια]] συκοφαντικά, βλαβερά». Το [[γένος]] του τ. παραμένει ανεξακρίβωτο. Πρόκειται πιθ. για ουδ., [[οπότε]] θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί παρλλ. τ. της λ. [[φλύος]] (<i>τὸ</i>) «[[φλυαρία]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φλύω]])]. | |||
}} | }} |