Anonymous

φαρμακεργάτης: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_19)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαρμᾰκεργάτης''': -ου, ὁ, = [[φαρμακουργός]], «φαρμακεργάτην κάλει... τὸν φάρμακα σκευάζοντα» Τζέτζ. Ἱστ. 8, 918.
|lstext='''φαρμᾰκεργάτης''': -ου, ὁ, = [[φαρμακουργός]], «φαρμακεργάτην κάλει... τὸν φάρμακα σκευάζοντα» Τζέτζ. Ἱστ. 8, 918.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ, και θηλ. φαρμακεργάτρια Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάλληλος]] φαρμακείου υπό την [[εποπτεία]] του φαρμακοποιού<br /><b>2.</b> [[εργάτης]] φαρμακοβιομηχανίας<br /><b>μσν.</b><br />[[παρασκευαστής]] φαρμάκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐργάτης]].
}}
}}