Anonymous

τρισαριστεύς: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_8)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισᾰριστεύς''': έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, [[τρεῖς]] φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ.
|lstext='''τρισᾰριστεύς''': έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, [[τρεῖς]] φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αρίστευσε [[τρεις]] φορές, που πήρε [[τρεις]] φορές το [[αριστείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστεύς]] «[[άριστος]], διακεκριμένος»].
}}
}}