3,277,306
edits
(6_8) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισᾰριστεύς''': έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, [[τρεῖς]] φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ. | |lstext='''τρισᾰριστεύς''': έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, [[τρεῖς]] φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αρίστευσε [[τρεις]] φορές, που πήρε [[τρεις]] φορές το [[αριστείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστεύς]] «[[άριστος]], διακεκριμένος»]. | |||
}} | }} |