Anonymous

σφηκίσκος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />morceau de bois pointu, pieu.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
|btext=ου (ὁ) :<br />morceau de bois pointu, pieu.<br />'''Étymologie:''' [[σφήξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />μακρύ [[ξύλο]] που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ [[ξύλο]], το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[δοκός]], [[στύλος]], [[κεραία]] ιστού, [[ιστός]] λέμβου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μακρύ [[ξύλο]] με μυτερό [[άκρο]], όπως η [[ουρά]] της σφήκας («[[εἰκῆ]] δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που προεξείχε [[πάνω]] από τη [[θύρα]] της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε [[κάθε]] δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για [[διάκριση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὀβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}