3,274,921
edits
(6_14) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορμοφόρος''': ὁ, [[ἀχθοφόρος]], Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου. | |lstext='''φορμοφόρος''': ὁ, [[ἀχθοφόρος]], Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, [[ὄνομα]] κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φορμοφόροι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Ερμίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |