Anonymous

τροχήλατος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''"
(42)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochilatos
|Transliteration C=trochilatos
|Beta Code=troxh/latos
|Beta Code=troxh/latos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wheel-drawn</b>, σκηναί <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>1001</span> (lyr.); δίφροι <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>49</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">dragged by</b> or <b class="b2">at the wheels</b>, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>399</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">ploughed with wheels</b>, κελεύθου τρίοδος <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>173</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">formed on the potter's wheel</b>, λύχνος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1</span>, cf. <span class="bibl">Xenarch.1.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> metaph., <b class="b2">hurried along like a wheel</b> or <b class="b2">chariot</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>122</span> (lyr.); <b class="b3">τ. μανία</b> <b class="b2">whirling</b> madness, <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>82</span>.</span>
|Definition=τροχήλατον,<br><span class="bld">A</span> [[wheel-drawn]], σκηναί [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1001 (lyr.); δίφροι S.''El.''49.<br><span class="bld">2</span> [[dragged by wheels]] or [[dragged at the wheels]], σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''399.<br><span class="bld">3</span> [[ploughed with wheels]], κελεύθου τρίοδος A.''Fr.''173.<br><span class="bld">4</span> [[formed on the potter's wheel]], λύχνος Ar.''Ec.''1, cf. Xenarch.1.9.<br><span class="bld">5</span> metaph., [[hurried along like a wheel]] or [[hurried along like a chariot]], E.''HF''122 (lyr.); [[τροχήλατος μανία]] = [[whirling]] [[madness]], Id.''IT''82.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> [[qui tourne en tous sens]], [[qui s'agite de tous côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροχήλατος -ον &#91;[[τροχός]], [[ἐλαύνω]]] [[door wiel voortgedreven]], [[door wielen voortgedreven]]:; [[τροχήλατος λύχνος]] = [[lamp die op de pottenbakkersschijf is gemaakt]] Aristoph. Eccl. 1; [[rijdend]]:; [[σκηναὶ τροχήλατοι]] = [[huifkarren]] Aeschl. Pers. 1001; overdr.: [[τροχήλατος μανία]] = [[voortijlende razernij]] Eur. IT 82.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>[[vom Rade am Wagen gezogen]], [[getrieben]]</i>, δίφροι, Soph. <i>El</i>. 49; σκηναί, Aesch. <i>Pers</i>. 926; auch vom Wege, [[der durch die Wagen abgerieben]] ist, frg. 161; Eur. [[μανία]], <i>I.T</i>. 82; der auch vrbdt σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, <i>der Mord des mit dem [[Wagen]] geschleiften Hektors, Andr</i>. 399.<br><b class="num">2</b> <i>auf der [[Töpferscheibe]] [[gedreht]], [[getrieben]]</i>, [[λοπάς]] Xenarch. bei Ath. II.64, [[λύχνος]] Ar. <i>Eccl</i>. 1.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχήλᾰτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[движущийся на колесах]] (σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; [[ἀπήνη]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[изборожденный колесами]] ([[τρίοδος]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[влекомый колесницей]]: σφαγαὶ Ἓκτορος τροχήλατοι Eur. влекомый колесницей (Ахилла) труп Гектора;<br /><b class="num">4</b> [[влекущий]], т. е. [[впряженный в колесницу]] ([[πῶλος]] Eur.);<br /><b class="num">5</b> [[кружащий колесом]], т. е. [[не дающий покоя]], [[преследующий]] ([[μανία]] Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[обработанный на гончарном круге]] или [[выделанный на гончарном круге]] ([[λύχνος]] Arph.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τροχήλατος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τροχήλατο</i><br />α) παλαιότερος [[τύπος]] ατμοπλοίου που δεν το κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, [[αλλά]] ένα [[ζεύγος]] μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο [[μέσον]] [[περίπου]] του πλοίου, εξωτερικά, ανά [[ένας]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], και στους οποίους η περιστροφική [[κίνηση]] μεταδιδόταν απευθείας από τη [[μηχανή]], αλλ. [[τροχοφόρο]]<br />β) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται [[πάνω]] σε σιδηροτροχιές, [[ντρεζίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]]) αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[τροχηλασία]] («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανοίγεται με τη [[χρήση]] τροχών («κελεύθου [[τρίοδος]] [[τροχήλατος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) [[πάρα]] πολύ [[έντονος]], [[βίαιος]]<br />β) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] («ἅρματος [[βάρος]] φέρων τροχηλάτοιο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροχήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγείται από τροχούς, που σύρεται από τροχούς, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σύρεται από τροχούς ή βρίσκεται κοντά στους τροχούς, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] σαν [[τροχός]] ή [[άμαξα]], στον ίδ.· [[μανία]] [[τροχήλατος]], περιστρεφόμενη [[μανία]], στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ [[μετὰ]] σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.
|lstext='''τροχήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τροχῶν φερόμενος, ὑπὸ τροχῶν συρόμενος, σκηναὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· δίφροι Σοφ. Ἠλ. 49. 2) ὁ συρόμενος ὑπὸ τῶν τροχῶν ἢ πλησίον τῶν τροχῶν, σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι Εὐρ. Ἀνδρ. 309. 3) ὁ ἀνοιγόμενος διὰ τῶν τροχῶν, κελεύθου [[τρίοδος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171. 4) ὁ πλαττόμενος ἢ κατασκευαζόμενος ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, [[λύχνος]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1, πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Βουταλίωνι» 1. 9, καὶ αὐτόθ. Meineke 5) μεταφ., ὁ μετὰ σπουδῆς ἐλαυνόμενος ὡς τροχὸς ἢ ὡς [[ἅμαξα]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 122 [[μανία]] τρ., περιστρεφομένη [[μανία]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 82.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ος, ον :<br />mû par des roues ; <i>fig.</i> qui tourne en tous sens, qui s’agite de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]], [[ἐλαύνω]].
|mdlsjtxt=τροχ-ήλᾰτος, ον, [[ἐλαύνω]]<br /><b class="num">1.</b> driven on wheels, [[wheel]]-[[drawn]], Aesch., Soph.<br /><b class="num">2.</b> [[dragged by or at the wheels]], Eur.<br /><b class="num">3.</b> metaph. [[hurried]] [[along]] like a [[wheel]] or [[chariot]], Eur.; [[μανία]] τρ. whirling [[madness]], Eur.
}}
}}
{{grml
{{mantoulidis
|mltxt=-η, -ο / [[τροχήλατος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τροχήλατο</i><br />α) παλαιότερος [[τύπος]] ατμοπλοίου που δεν το κινούσαν έλικες, όπως τα σημερινά, [[αλλά]] ένα [[ζεύγος]] μεγάλων πτερυγιοφόρων τροχών που ήταν τοποθετημένοι στο [[μέσον]] [[περίπου]] του πλοίου, εξωτερικά, ανά [[ένας]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], και στους οποίους η περιστροφική [[κίνηση]] μεταδιδόταν απευθείας από τη [[μηχανή]], αλλ. [[τροχοφόρο]]<br />β) μικρό τετράτροχο όχημα που κινείται [[πάνω]] σε σιδηροτροχιές, [[ντρεζίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πράξη]], [[ενέργεια]]) αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[τροχηλασία]] («σφαγαὶ Ἕκτορος τροχήλατοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανοίγεται με τη [[χρήση]] τροχών («κελεύθου [[τρίοδος]] [[τροχήλατος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζεται στον κεραμεικό τροχό<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) (για [[πάθη]] και συναισθήματα) [[πάρα]] πολύ [[έντονος]], [[βίαιος]]<br />β) αυτός που τρέχει [[γρήγορα]] («ἅρματος [[βάρος]] φέρων τροχηλάτοιο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἱππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mantxt=(=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό). Ἀπό τό [[τροχός]] ([[τρέχω]]) + [[ἐλαύνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[τρέχω]].
}}
}}