Anonymous

συνοικισμός: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> colonisation;<br /><b>2</b> cohabitation, mariage.<br />'''Étymologie:''' [[συνοικίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[συνοικίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρότημα]] κατοικιών [[κοντά]] σε [[πόλη]], [[χωριστά]] από αυτήν («[[προσφυγικός]] [[συνοικισμός]]»)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> η [[συνοίκηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάμος]], [[συνοικέσιο]]<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]] πόλης ή χωριού<br /><b>3.</b> [[επανίδρυση]] πόλης που καταστράφηκε ή ερημώθηκε από διάφορες αιτίες.
}}
}}