Anonymous

ὑποδιάκονος: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_3)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ [[μετὰ]] τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ [[μετὰ]] τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη.
}}
}}